- οξειδώνομαι
- οξειδώνομαι, οξειδώθηκα, οξειδωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οξειδώνω — και οξιδώνω χημ. 1. ενώνω με χημικές διαδικασίες κάποιο στοιχείο με το οξυγόνο ή επαυξάνω την ενυπάρχουσα ποσότητα οξυγόνου σε μια χημική ένωση 2. αφαιρώ υδρογόνο από ένα σώμα με την επίδραση οξυγόνου 3. εκθέτω μεταλλικό στοιχείο στην επίδραση… … Dictionary of Greek
σκουριάζω — Ν 1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα») 2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι 3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες» μτφ. παμπάλαιες… … Dictionary of Greek
χαλκώνω — [χάλκωμα] Ν 1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι 2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού 3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού … Dictionary of Greek
οξειδώνω — οξείδωσα, οξειδώθηκα, οξειδωμένος 1. ενώνω χημικό στοιχείο με οξυγόνο. 2. αφαιρώ υδρογόνο από κάποιο σώμα με επίδραση οξυγόνου. 3. για μέταλλα, κάνω κάτι να σκουριάσει. 4. μέσ., οξειδώνομαι σχηματίζω στην επιφάνειά μου σκουριά, σκουριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)